15.2.08

Βίος του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είναι από τους σπου-δαιότερους Πατέρες που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο τον 8ου αιώνα, εξαιτίας των ιερών εικόνων, αλλά και του όλου έργου του. Υπήρξε μοναχός και πρεσβύτερος της Μονής του αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη, περιοχή εκτός της επικράτειας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εντός του Αραβικού Χαλιφάτου. Ο Ιωάννης διακρίθηκε κυρίως ως ο μέγας αποταμιευτής και ερμηνευτής της ορθόδοξης πατερικής Παράδοσης.
Καταγόταν από επιφανή ελληνοσυριακή οικογένεια της Δαμασκού, πρωτεύουσας του Χαλιφάτου από το 661 στην οποία και γεννήθηκε. Τα στοιχεία των πηγών για τη γέννηση, τις σπουδές και γενικότερα τη ζωή του δεν είναι πλήρη, διότι οι Βίοι του παρουσιάζουν πολλά κενά. Οι πρώτες γνωστές βιογραφίες ανάγονται το 10ο αιώνα. Η αντιπαραβολή των βιογραφιών και το σύνολο των γνησίων στοιχείων ευνοούν την υπόθεση ότι ο Ιωάννης γεννήθηκε το 680 και πέθανε το 749. Ο παππούς του ονομαζόταν Μανσούρ (=νικηφόρος) και ήταν διοικητής της βυζαντινής ελληνικής φρουράς της Δαμασκού, κατά την αραβική επίθεση, όπου και παρέδωσε την πόλη με συνθήκη το 634. ο πατέρας του Σέργιος ήταν «πραγμάτων ἐπίτροπος» ή λογοθέτης στην κυβέρνηση του Χαλίφη Αβιμέλεχ (685-705), θέση αντίστοιχη με αυτή του υπουργού επί των υποθέσεων του υπόδουλου χριστιανικού πληθυσμού και κυρίως της κατανομής και καταβολής των φόρων.
Η μόρφωση του Ιωάννη επεκτάθηκε πέρα από τα καθιερω-μένα πλαίσια. Ο πατέρας του ελευθέρωσε τον αιχμάλωτο μοναχό Κοσμά, άριστο διδάσκαλο από τη Νότια Ιταλία και του ανέθεσε την εκπαίδευση του γιου του. Ο Κοσμάς του δίδαξε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική, αστρονομία, ρητορική, διαλεκτική και ηθική κατά Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Μαζί παρακολούθησε τα μαθήματα και ο νεαρός Κοσμάς, ο οποίος είχε υιοθετηθεί από το Σέργιο και έγινε αργότερα γνωστός ως γνωστός ως Κοσμάς ο Μελωδός ή Κοσμάς ο Μαϊουμά, λόγω των ύμνων και των κανόνων που συνέταξε.
Ο Ιωάννης διαδέχθηκε τον πατέρα του στην υπηρεσία του χαλιφάτου επί Ουαδίθ (705-715) και κατέλαβε παρόμοιο ή το ίδιο αξίωμα. Αργότερα αποσύρθηκε στη μονή του αγ. Σάββα, άγνωστο πότε και υπό ποιες συνθήκες, όπου και εγκαταβίωσε ως μοναχός και επεδόθηκε στη μελέτη και στη συγγραφή. Σύμφωνα με την παράδοση, η αναχώρησή του οφειλόταν σε σύγκρουση με τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ για τις εικόνες. Για το λόγο αυτό τιμωρήθηκε με αποκοπή της δεξιάς χειρός, αλλά αυτή συγκολλήθηκε διά θαύματος της Θεοτόκου. Το πιθανότερο είναι ότι αναχώρησε πριν την έναρξη της Εικονομαχίας, διότι, πρώτον, μπορούσε να παραιτηθεί από το αξίωμα και, δεύτερον, στην υπηρεσία του χαλιφάτου δεν μπορούσε εύκολα να ασχολείται με θέματα, όπως η χρήση των εικόνων.
Στη Μονή του αγ. Σάββα διακρίθηκε μεταξύ των μοναχών λόγω της μόρφωσης και του ασκητικού ιδεώδους. Χειροτονήθη-κε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιωάννη Ε’ (706-735), συνεχίζοντας την άσκηση και το συγγραφικό έργο μέχρι το θάνατό του.
Το 754 ασχολήθηκε μαζί του η εικονομαχική σύνοδος της Ιερείας. Τον αναθεμάτισε ως επιρρεπή στο Μωαμεθανισμό , εχθρό της αυτοκρατορίας, διδάσκαλο της ασέβειας και δια-στρεβλωτή των Γραφών. Η σκληρότητα των εκφράσεων της συνόδου καταδεικνύει ότι είχε κατανοηθεί πλήρως η σημασία της προσωπικότητάς του, η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις στους εικονομάχους. Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787) ακύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου της Ιερείας και θεμελίωσε την περί εικόνων διδασκαλία στη θεολογία των σχετικών έργων του Δαμασκηνού, αναγνωρίζοντας έτσι την προσφορά του. Η μνήμη του τιμάται την 4η Δεκεμβρίου.

ΕΡΓΑ. Ο Ιωάννης μας παρέδωσε πλουσιότατο έργο σε όλους τους τομείς της Θεολογίας. Αφιερωμένος στη συχνή μελέτη της Πατερικής Παράδοσης και της ελληνικής φιλοσοφίας κατέγραψε άνετα τον πλούτο της εμπειρίας του. Οι κριτικοί σήμερα αρνούνται την πρωτοτυπία , αλλά αυτό δεν αφορά σε όλα τα έργα του. Εκείνο που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί είναι η αυστηρότητα στη μέθοδο και τη διαίρεση. Η υπεροχή του συστηματικού στοιχείου έναντι του πρωτοτύπου, υπήρξε αυστηρή στην επιλογή, η οποία εναρμονιζόταν άριστα και προς την αντίστοιχη αξίωση της Εκκλησίας.
Τα έργα διακρίνονται σε δογματικά, αντιρρητικά, απολογητικά, ηθικά, ομιλίες, ερμηνευτικά, αγιολογικά και υμνογραφικά.
I) Δογματικά: α) το σπουδαιότερο δογματικό σύγγραμμα είναι η τριλογία «Πηγή γνώσεως». Διαιρείται σε τρία μέρη, όπου αναπτύσσονται οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις, οι παρεκκλίσεις των αιρέσεων και τα δόγματα της Εκκλησίας. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Φιλοσοφικά Κεφάλαια» και αποτελεί φιλοσοφική εισαγωγή στη χριστιανική θεολογία. Στο μέρος «Περί τῶν αἱρέσεων» εξετάζονται σύντομα εκατό αιρέσεις σε εκατό κεφάλαια. Το τρίτο μέρος είναι η «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», το οποίο διαιρείται σε εκατό κεφάλαια και αποτελεί σύστημα δογματικής θεολογίας της Ορθοδοξίας. Γράφοντας το έργο αυτό ο Ιωάννης, όπλισε τους υπερασπιστές της τιμής των εικόνων με ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με τους αντιπάλους τους· όπλο που τους έλειπε κατά την έναρξη της Εικονομαχίας. Εδώ θέλει να προσφέρει εκκλησιαστικό και όχι προσωπικό δογματικό σύστημα. Από τους Πατέρες κυριαρχεί ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και ακολουθούν οι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Διονύσιος Αρεοπαγίτης κά.
β) «Λίβελλος περί ὀρθοῦ φρονήματος». Ανακεφαλαιώνει τα θεμελιώδη δόγματα της Ορθοδοξίας με βάση το Σύμβολο της Πίστεως.
γ) «Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης». Εξετάζει τους βασικούς όρους και τις κύριες διακρίσεις της χριστιανικής δογματικής.
δ) «Περί τῶν ἐν πίστει κεκοιμημένων».
II) Ἀντιρρητικά. Σώζονται δύο πραγματείες εναντίον των Νεστοριανών, τρεις εναντίον των Μονοφυσιτών και εναντίον του Μονοθελητισμού. Οι περίφημες τρεις πραγματείες «Περί εἰκόνων» απετέλεσαν την πιο πολύτιμη πηγή των εικονοφίλων για την υπεράσπιση των ι. εικόνων. Γράφθηκαν σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 ως το 731. Εξετάζουν με μετριοπάθεια το πρόβλημα, δίδοντας το ορθό νόημα στη χρήση των εικόνων. Στο έργο αυτό παρουσιάζεται κατά τρόπο και η πολιτική του Λέοντα Γ’ για το θέμα.
III) Ἀπολογητικά. α) «Διάλογος κατά Μανιχαίων», ο οποίος είναι ερωταποκρίσεις ενός ορθοδόξου με οπαδό της παλιάς αίρεσης των Μανιχαίων.
β) Στο «Διάλεξις χριστιανοῦ καί σαρακηνοῦ» γίνεται λόγος για την αιτία του καλού και του κακού.
IV) Ἠθικά. α) «Ἱερά παράλληλα». Είναι μια ογκώδης ανθολογία Βιβλικών και Πατερικών χωρίων, η οποία αναφέρε-ται στο θρησκευτικό και ηθικό βίο.
β) «Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν πρός Κομητᾶν». Εξετάζει το θέμα της διάρκειας της νηστείας της Τεσσαρακοστής.
V) Ὁμιλίες. Μία «Εἰς τό Γενέσιον » και τρεις «Εἰς τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου». Ακόμη «Εἰς τήν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου», «Εἰς τήν ξηρανθεῖσαν συκῆν» και «Εἰς τό Μέγα Σάββατον». Τέλος, οι ψευδεπίγαφες ομιλίες είναι πολυάριθμες.
VI) Ἑρμηνευτικά. Η ενασχόληση του Δαμασκηνού με την ερμηνεία των Γραφών υπήρξε περιορισμένη. Έχουμε μόνο την ερμηνεία «Εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου», που αποτελεί επιτομή της εκτενούς ομιλητικής ερμηνείας του Ιωάννου Χρυσοστόμου.
VII) Ἁγιολογικά. α) «Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον». β) «Ἐγκώμιον εἰς τήν ἁγίαν Βαρβάραν». γ) «Μαρτύριον τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης». δ) Ο «Βίος Βαρλαάμ καί Ἰωάσαφ» είναι το σπουδαιό-τερο αγιογραφικό κείμενο του Ιωάννη, διότι γνώρισε μεγάλη διάδοση ως διήγημα.
VIII) Ὑμνογραφικά. Ο Δαμασκηνός είναι επίσης ένας από τους σπουδαιότερους μελωδούς της Εκκλησίας. Το ποιητικό του έργο θεωρείται από τα σημαντικότερα στην ορθόδοξη υμνογραφική παράδοση. Είναι ένας από τους εισηγητές του ποιητικού είδους των Κανόνων. Σώζονται 90 Κανόνες του, από τους οποίους οι 14 έχουν συμπεριληφθεί στα λειτουργικά βιβλία. Περίφημος είναι ο «Κανών εἰς τό ἅγιον Πάσχα» και το υμνογραφικό τμήμα των Κυριακών στο βιβλίο της Παρακλητικής· γνωστό ως Ὀχτώηχος της Κυριακής. Οι ύμνοι του επηρέασαν τους μεταγενέστερους ποιητές και απετέλεσαν τον πυρήνα των ακολουθιών της εβδομάδος.

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, με το πολύπλευρο έργο του, έχει επιβληθεί με τρεις ιδιότητες· ως απολογητής των εικόνων, ως υμνογράφος και ως δογματικός θεολόγος. Στον τεράστιο όγκο υλικού των συγγραμμάτων υπερασπίζεται το θεσμό των εικόνων, πράγμα που απετέλεσε και τη βάση για την επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας.

Βίος της Αγίας Βαρβάρας της Μεγαλομάρτυρος.

Η αγία Βαρβάρα αποτελεί κόσμημα του 3ου αιώνα μ.Χ. Καταγόταν από την Ανατολή και μεγάλωσε μέσα σε ειδωλολατρική οικογένεια. Ο πατέρας της, που ονομαζόταν Διόσκορος, ήταν πλούσιος, αλλά και φανατισμένος ειδωλολάτρης. Η θυγατέρα του ήταν καλοπροαίρετος άνθρωπος και κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από μία ευσεβή γυναίκα. Μετά την βάπτισή της ζούσε, μέσα στον πύργο που την είχε κλεισμένη επειδή ήταν πολύ όμορφη, με άσκηση και προσευχή. Οι δυσκολίες ήσαν πάμπολλες, αλλά η αγία Βαρβάρα είχε μάθει να αναθέτη με εμπιστοσύνη στον Θεό όλα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Ο πατέρας της δεν άργησε να μάθη ότι η κόρη του είναι Χριστιανή. Άρχισε να φτειάχνη στο σπίτι του ένα λουτρό και διέταξε να ανοίξουν δύο παράθυρα. Η αγία είπε στους τεχνίτες και άνοιξαν τρία παράθυρα. Στην απορία του πατέρα της απάντησε ότι άνοιξε τρία παράθυρα, στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε, γεμάτος θυμό όρμησε εναντίον της με ξίφος και εκείνη κατέφυγε στο δάσος. Την κυνήγησε, την συνέλαβε και την οδήγησε στον ειδωλολάτρη ηγεμόνα που προσπάθησε, πρώτα με κολακείες και ύστερα με απάνθρωπα βασανιστήρια, να την πείση να αρνηθή τον Χριστό. Επειδή όμως εκείνη έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην πίστη της, θέλησε να την εξευτελίση και να την ντροπιάση. Γι’ αυτό και διέταξε να την ξεγυμνώσουν και να την διαπομπεύσουν σε όλη την πόλη. Δεν μπόρεσε όμως να πραγματοποιήση τον άθλιο σκοπό του, επειδή ο Θεός την φύλαξε με θαυμαστό τρόπο. Την στιγμή που προσπαθούσαν να την ξεγυμνώσουν, ντυνόταν αμέσως με καινούργια ρούχα, καλύτερα και λαμπρότερα από τα προηγούμενα. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την αποκεφαλίσουν και ο πατέρας της γεμάτος μίσος και τυφλό φανατισμό, την αποκεφάλισε με ίδιά του τα χέρια, για να λάβη έτσι η μακαρία τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο βίος και η πολιτεία της αγίας Βαρβάρας μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Η αναφορά του ανθρώπου στον Θεό και η ανάθεση σε Αυτόν, με ακλόνητη εμπιστοσύνη, των διαφόρων προβλημάτων που τον απασχολούν, είναι ένας τρόπος ζωής που τον βοηθά να πορεύεται ισορροπημένα στην ζωή του και να μην απελπίζεται, να μη τον “παίρνουν από κάτω”, όπως συνήθως λέμε. Γιατί δεν είναι μικρό πράγμα να σε μισή ο ίδιος ο πατέρας σου, να σε παραδίδη στα βασανιστήρια και τέλος να σού προξενή τον θάνατο με τα ίδια του τα χέρια. Δηλαδή, από εκεί που περιμένεις να γευθής την αγάπη, την πεμπτουσία της ζωής, να συναντάς το μίσος και τον θάνατο. Εκεί που ζητάς να ακουμπήσης για να βρής στήριγμα και παρηγοριά στις δυσκολίες της ζωής, να αντιμετωπίζεσαι εχθρικά και το σπουδαιότερο χωρίς να έχης διαπράξει κανένα παράπτωμα. Μόνον και μόνον επειδή έχεις επιλέξει διαφορετική πίστη από αυτήν που έχει εκείνος, ο οποίος έπρεπε να σε αγαπά θυσιαστικά.
Μήπως δεν συμβαίνουν και στις μέρες μας παρόμοια γεγονότα; Δηλαδή, το να θέλη κανείς να επιβάλη τις απόψεις του στον άλλο, όταν αισθάνεται ότι έχει την δυνατότητα να το κάνη, είτε με κολακείες και υποσχέσεις για καλύτερη ζωή, είτε με διαφόρους εκβιασμούς όταν ο άλλος είναι σε μειονεκτική θέση. Πολλές φορές η φτώχεια και η εξαθλίωση οδηγούν τους ανθρώπους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να υποβληθούν στην δοκιμασία της αναζήτησης καλυτέρων και πιο ανθρώπινων συνθηκών ζωής. Και τότε, δυστυχώς, λαμβάνουν χώρα αρκετά τραγικά γεγονότα, σε πολλά από τα οποία είναι πρωταγωνιστές και κάποιοι γονείς.
Δεύτερον. Η πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και η αποστασία του από τον Θεό, τον οδήγησε στην δημιουργία υποκατάστατων του αληθινού Θεού. Στην ανακάλυψη διαφόρων θρησκειών, οι οποίες ουσιαστικά λατρεύουν τα κτίσματα και ανύπαρκτους θεούς. Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να ελευθερώση τον άνθρωπο από την τυραννία του διαβόλου και των κτισμάτων. Η Ορθοδοξία δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, δεν είναι ανακάλυψη του ανθρώπου και με αυτή την έννοια δεν είναι θρησκεία, αλλά Εκκλησία. Δηλαδή, είναι αποκάλυψη του Ιδίου του Θεού καί, όπως τονίζει ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, είναι “η θεραπεία της θρησκείας, ήτοι της δεισιδαιμονίας”. Δυστυχώς, γινόμαστε και σήμερα μάρτυρες άρρωστων εκδηλώσεων, όπως είναι το μίσος και ο τυφλός φανατισμός, που πηγάζουν από τα διάφορα ανθρώπινα κατασκευάσματα.
Υπάρχουν και στις μέρες μας πολλοί που υποστηρίζουν, προφανώς από άγνοια, ότι ο Θεός είναι ένας και ότι λατρεύουμε όλοι τον ίδιο Θεό. Ασφαλώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη από αυτήν. Γιατί ποιά σχέση μπορεί να έχη ο Άγιος Τριαδικός Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι Πρόσωπο, αναπτύσσει προσωπική κοινωνία αγάπης με τον άνθρωπο και διδάσκει την αγάπη ακόμα και προς τους εχθρούς, με την πληθώρα των θεών των ειδώλων ή με τον Δυνάστη θεό των διαφόρων θρησκειών, που είναι χωρίς έλεος για τους “απίστους” και εμπνέει την εκδίκηση, την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό; Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πιστεύη ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορούμε να τα ισοπεδώνουμε όλα. Η βίωση της Ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής εξανθρωπίζει τον άνθρωπο και τον ανυψώνει σε τέτοιο σημείο, ούτως ώστε να αγαπά, όχι μόνον τα σαρκικά του παιδιά που είναι το αυτονόητο, ή τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του, αλλά και τους εχθρούς του και να σέβεται την διαφορετικότητά τους και την πίστη τους.
Η προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό της Εκκλησίας γεννά την ακλόνητη εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, η οποία απαλλάσσει τον άνθρωπο από όλα τα συμπλέγματα και τα αδιέξοδα και ανυψώνει την ανθρωπιά του.