8.2.08



Ιστορικά
Η ενορία των Αγίων Ιωάννου Δαμασκηνού και Αγίας Βαρβάρας βρίσκεται στο Δήμο Ν. Ιωνίας στη συνοικία Νέα Κηφισιά. Αποτελείται από ενορίτες που κατάγονται από Μικρά Ασία, Πόντο, χωριά Φαρσάλων, Λάρισα, Καρδίτσα και άλλες περιοχές της Ελλάδος. Όλοι σέβονται και ευλαβούνται την ενορία τους. Ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού και Αγ. Βαρβάρας συγκροτήθηκε και λειτούργησε από το 1959 σε ένα παράπηγμα επί των οδών Αγίας Σοφίας, Παρασκευοπούλου και Μ. Χρ. Σμύρνης. Τα θυρανοίξια του ναού έγιναν από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Κύριον Δαμασκηνόν (του από Τριφυλίας) και αφιερώθηκε ο ναός στούς: ‹‹Άγιον Ιωάννην Δαμασκηνόν και Αγίαν Βαρβάραν›› επί Ιερέων π. Κων/νου Λαγού και π. Μιχαήλ Χριστοδούλου. Το 1970 θεμελιώθηκε στη ίδια θέση ο νέος ναός από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Κύριον Ηλία. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα έγινε στο υπόγειο του ναου το παρεκκλήσιο των ‹‹Αγίων Μαρτύρων Σοφίας και των τριών θυγατέρων και Οσίας Ειρήνης της Χρυσοβαλάντου›› και εγκαινιάσθηκε από τον Μητροπολίτη Δημητριάδος Κύριον Ηλία. Μετά από μία δεκαετία εγκαινιάστηκε την 30ην Οκτωβρίου 1983 ο επάνω νέος ναός από τον Σεβασμιωτάτον Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ.κ. Χριστόδουλο και νυν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Το γλυκό μυστήριο της Ενορίας

Κάθε τι στην πίστη μας είναι συγκεκριμένο και απτό. Τέτοιο είναι και το μυστήριο της Εκκλησίας. Εκκλησία δεν είναι κάτι θεωρητικό και αόριστο, αλλά κάτι το συγκεκριμένο και χειροπιαστό. Ο άπειρος Θεός εμφανίζεται μέσα από το συγκεκριμένο και το απτό. Δεν ζήτησε να αγαπούμε την ανθρωπότητα, μια αόριστη και άπιαστη ιδέα, αλλά τον πλησίον μας, τον συγκεκριμένο άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Έτσι και η Εκκλησία δεν είναι μία αόριστη ιδέα που χάνεται μέσα στην Ιστορία και στην αιωνιότητα, αλλά η συγκεκριμένη σύναξη γνωστών μεταξύ τους ανθρώπων. Συνέρχονται όλοι μαζί για να λατρεύσουν το Θεό, όπως έκαναν πάντοτε όλοι οι Χριστιανοί, μέσα στο συγκεκριμένο ναό και με τις ιερές εικόνες γύρω τους. Αρχηγό στη λατρεία και διδάσκαλό τους έχουν τον πνευματικό απόγονο των Αποστόλων, τον Επίσκοπο, ή τον διορισμένο από αυτόν πρεσβύτερο με τους διακόνους και τον λοιπό κλήρο. Αυτό το γλυκό μυστήριο της ενορίας είναι η συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Και αυτή η συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία είναι Καθολική Εκκλησία. Διότι, Καθολική Εκκλησία, στο λεξιλόγιο της Ορθοδοξίας, σημαίνει το Σώμα του Χριστού, που έχει την καθολικότητα της Δωρεάς και της Χάριτος του Θεού. Μέσα σ αυτή τη συγκεκριμένη, μικρή, τοπική Εκκλησία υπάρχει ολόκληρος ο θησαυρός της Χάριτος του Θεού και δε λείπει τίποτε. Η ενορία δεν είναι κομμάτι της Εκκλησίας, αλλά η Εκκλησία η ιδια. Μια άλλη γειτονική ή μακρινή ενορία δεν είναι συμπλήρωμα της πρώτης, αλλά ταυτόσημη επανάληψή της στο χώρο και στο χρόνο.
Μέσα σ΄ αυτή τη μικρή ενορία κατηχείται ο άνθρωπος και μαθαίνει την πίστη του Χριστού. Μέσα σ΄ αυτή βαπτίζεται. Μέσα σ΄ αυτήν κοινωνεί το Σώμα και το αίμα του Χριστού, εξομολογείται και αγιάζεται. Μέσα σ΄ αυτήν βρίσκει την θριαμβεύουσα Εκκλησία, στις εικόνες, στα ιερά λείψανα, στον εορτασμό της μνήμης των αγίων. Τι λείπει, λοιπόν, από την αγιαστική δωρεά μέσα στη μικρή ενορία; Τίποτε. Η ενορία είναι η Καθολική Εκκλησία, με τον ιδιο τρόπο που ένας συγκεκριμένος άνθρωπος είναι ο Άνθρωπος, αφού στο πρόσωπό του βρίσκεται ολόκληρη η ανθρώπινη φύση και όχι ένα κομμάτι της. Ένα άλλο πρόσωπο είναι και κείνο ο Άνθρωπος, χωρίς να του λείπει τίποτε. Μετέχουν και οι δύο της ιδίας φύσεως, και δεν την κάνουν καθόλου μεγαλύτερη ή τελειότερη επειδή είναι δύο. Ειτε ένας είναι ο Άνθρωπος, ειτε μύριοι, η φύση είναι η ιδια, ολοκληρωμένη. Ίδιο είναι και το μυστήριο της Εκκλησίας. Κάθε ενορία είναι ολοκληρωμένη η Εκκλησία του Χριστού.
Μέσα στην ενορία πραγματοποιείται ο σκοπός της δημιουργίας μας, που είναι να ζήσουμε μετέχοντας ομότιμα στη ζωή της Αγίας Τριάδος. Η ζωή της Αγίας Τριάδος είναι ζωή αγάπης. Το ιδιο είναι και η ζωή της ενορίας. Δεν υπάρχει ζωή αγάπης ανάμεσα σε πρόσωπα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Στην ενορία όλοι γνωρίζονται και αγαπιούνται μεταξύ τους κατά το μέτρο του προσωπικού αγιασμού τους. Η ενορία είναι το εργαστήρι της αγάπης. Η ζωή της δεν περιορίζεται μόνο στη λατρεία, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Όλοι χαίρονται μ΄ αυτόν που χαίρεται και όλοι λυπούνται μ΄ αυτόν που λυπάται. Ο ένας βοηθά τον άλλο πνευματικά και υλικά. Ο ένας συγχωρεί και ανέχεται τον άλλο και φροντίζουν να μήν υπάρχει πικρία και παρεξηγήσεις μεταξύ τους. Αγωνίζονται μαζί για την πίστη, και μελετούν τους Πατέρες, φροντίζοντας να έχουν την πίστη και την ομολογία που είχε πάντα η Εκκλησία.
Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, η μεγάλη πλειοψηφία ήταν συνειδητοί Χριστιανοί και τα όρια της ενορίας εύκολα συγχέονταν. Στις μέρες μας δεν είναι πλέον αδιάφορο σε ποιο ναό εκκλησιάζεται κανείς. Υπάρχουν ενορίες που μόνο κατ΄ επίφαση είναι χριστιανικές και ορθόδοξες. Ακόμη όμως και κεί που ομολογείται η Ορθοδοξία, οι άνθρωποι είναι συχνά ξένοι μεταξύ τους, αν όχι και εχθρικοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Έτσι, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, έχει ατονήσει μέσα μας η συνείδηση του μυστηρίου της ενορίας. Η κυριότερη αιτία είναι η χαλάρωση των δεσμών της αγάπης ανάμεσα στους ανθρώπους και η βαθμιαία εξάλειψη του εκκλησιαστικού φρονήματος. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η έννοια της Εκκλησίας γίνεται μια θεωρητική γενικότητα. Η συγκεκριμένη απτή έννοια της Εκκλησίας ως ενορία βρίσκεται σπάνια.
Όμως, η Ορθοδοξία δεν μπορεί να βιωθεί αληθινά χωρίς την ενορία. Ο αθλητής δεν μπορεί να αγωνιστεί έξω από το στάδιο, κι αν αγωνιστεί δεν στεφανώνεται. Η ενορία είναι το στάδιο της ορθοδόξου βιωτής. Στο μοναχισμό, ενορία είναι το κοινόβιο ή η σκήτη. Η χριστιανική ζωή επικεντρώνεται πάντα γύρω από την κοινότητα. Ο χριστιανός αγωνίζεται να αγαπήσει συγκεκριμένους ανθρώπους, τους πλησίον του, με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους. Με αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους πρέπει να ομονοήσει στην πίστη, αυτούς πρέπει να συγχωρήσει και από αυτούς πρέπει να ζητήσει συγνώμη.
Οι περισσότερες ενορίες σήμερα έχουν σταθερό κέντρο τον ιερέα και τους επιτρόπους του παγκαριού. Το πλήθος που γυρνά γύρω τους είναι κάπως ακαθόριστο. Οι λίγοι πραγματικά ευσεβείς είναι χαμένοι στο πλήθος των αδιάφορων. Ο άνθρωπος βρίσκεται στην ενορία από τότε που θα γεννηθεί. Βρέφος ακόμη, αβάπτιστο, δέχεται τις πρώτες εντυπώσεις από την ψαλμωδία, από τα κεριά, από τις εικόνες. Η παιδική του ηλικία ζυμώνεται με τη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί η μάνα του, εκεί ο πατέρας του, τα αδέλφια και συνομήλικοι φίλοι. Πλούσιοι και πένητες, παιδιά και γέροι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, δυνατοί και αδύναμοι, καθαροί και ακάθαρτοι, στέκονται και προσεύχονται δίπλα-δίπλα, ισοπεδωμένοι μπροστά στην απροσωπόληπτη αιώνια αλήθεια.
Η ενορία είναι η εν Χριστώ οικογένεια. Εκεί ο ένας νιώθει ότι είναι συγγενής με τον άλλο, γιατί σε όλων τις φλέβες κυκλοφορεί το ιδιο αίμα, του αναστάντος Χριστού. Μήπως και η φυσική οικογένεια δεν είναι κι αυτή μια μικρή ενορία; Για τον Χριστιανό είναι η κατ΄ οίκον Εκκλησία. Αυτή η κατ΄ οίκον Εκκλησία αποτελεί το κύτταρο της ενορίας.
Ανάμεσα σε δύο αληθινά ορθόδοξες ενορίες υπάρχουν δεσμοί αγάπης και κοινής ταυτότητας: Εκκλησία του Χριστού η μία, Εκκλησία του Χριστού και η άλλη. Τα πρόσωπα αλλάζουν, η ουσία είναι η ιδια.
“Εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εσταί, όταν αγάπη έχετε εν αλλήλοις”. Αγάπη ανάμεσα στα μέλη της ενορίας, αγάπη ανάμεσα στις ενορίες. Έτσι μόνο παίρνει σάρκα και οστά η εν Χριστώ ζωή. Δεν είναι δυνατό να ζούμε εν Χριστώ σαν επισκέπτες της Εκκλησίας. Πρέπει να ειμαστε μέλη του σώματος του Χριστού